μελιάς

μελιάς
(τέλη 9ου – αρχές 10ου αι.). Στρατιωτικός της μεσοβυζαντινής περιόδου. Διετέλεσε κριτής του ιπποδρόμου, παραθαλασσίτης, ανθύπατος και πατρίκιος. Διακρίθηκε στους πολέμους του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων και έλαβε μέρος στην εκπόρθηση της πόλης Μελιτίνης, που βρισκόταν κάτω από αραβική κατοχή. Όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής του, φόρεσε το μοναχικό ένδυμα και ανήγειρε τον τάφο του, στον οποίο απεικόνισε τον εαυτό του και ως λαϊκό και ως μοναχό. Τα σχετικά με τον Μ. και την επιτύμβια παράστασή του αναφέρονται σε επίγραμμα του Χριστόφορου Μυτιληναίου, το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον σχετικά με την ιστορία της προσωπογραφίας στη βυζαντινή τέχνη.
* * *
ο
βοτ. κοινή ονομασία φυτού, αλλ. γκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μελίας — Μελίᾱς , Μελίη manna ash fem acc pl Μελίᾱς , Μελίη manna ash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίας — μελίᾱς , μελία manna ash fem acc pl μελίᾱς , μελία manna ash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИОВ ИАСИТ (МЕЛИЙ) — [греч. ᾿Ιὼβ ᾿Ιασίτης, Μελίας], иером., визант. писатель 2 й пол. XIII в. Советник и сподвижник патриарха К польского Иосифа I Галисиота (1266 1275, 1282 1283) в борьбе с униатской политикой имп. Михаила VIII Палеолога (1259 1282). По распоряжению …   Православная энциклопедия

  • Melias (general of Lykandos) — Melias (Greek: Μελίας) or Mleh (Armenian: Մլեհ, often Mleh mec, Mleh the Great in Armenian sources)[1] was an Armenian prince who entered Byzantine service and became a distinguished general, founding the theme of Lykandos and participating in… …   Wikipedia

  • Μελίαι — και Μελιάδες, αἱ (Α) [μελιά] νύμφες που κατά την αρχαία μυθολογία γεννήθηκαν από τις σταγόνες τού αίματος τού Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε, χύθηκαν σε ένα σημείο τής Γης και τό γονιμοποίησαν («Νύμφας θ ἅς Μελίας καλέουσ ἐπ ἀπείρονα γαῑαν»,… …   Dictionary of Greek

  • εϋμμελίης — ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α) οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστής («Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»] …   Dictionary of Greek

  • ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …   Dictionary of Greek

  • μέλινος — (I) μέλινος, ὁ (Α) το φυτό μελίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους]. (II) η ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, ίνη, ον) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

  • μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] …   Dictionary of Greek

  • μελία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 117 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται σε απόσταση 29 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου. * * * η (Α μελία και επικ. τ. μελίη) άλλη κοινή σήμερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”